περίτονος

περίτονος
-η, -ο / περίτονος, -ον, ΝΜΑ [περιτείνω]
απλωμένος, τεντωμένος γύρω από κάτι, τοιχωματικός (α. «περίτονο πέταλο τού περιτοναίου» — το φύλλο τού περιτοναίου που καλύπτει εσωτερικά το τοίχωμα τής κοιλιακής κοιλότητας
β. «ἀσπὶς ξυλίνη βύρσῃ βοείῃ περίτονος» — ξύλινη ασπίδα σκεπασμένη από παντού με δέρμα βοδιού, Διον. Αλ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ περίτονον
το περιτόναιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περίτονος — covered with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίτονον — περίτονος covered with masc/fem acc sg περίτονος covered with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιτονία — η, Ν [περίτονος] πέταλο ινώδους συνδετικού ιστού, που περιβάλλει το σώμα κάτω από το δέρμα, μεμονωμένους μυς και ομάδες μυών …   Dictionary of Greek

  • περιτόναιος — ον, Α αυτός που είναι τεντωμένος, απλωμένος γύρω από κάτι (α. «περιτόναιος ὑμήν» Γαλ. β. «περιτόναιον σκέπασμα», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περίτονος + κατάλ. αιος (πρβλ. προβόλ αιος)] …   Dictionary of Greek

  • περιτόνιο — τὸ, ΜΑ [περίτονος] το επιτόνιο, το εργαλείο με το οποίο τέντωναν τις χορδές έγχορδων οργάνων μσν. το περιτόναιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”